ανεκτής
Смотреть что такое "ανεκτής" в других словарях:
ανέκτης — ο [ανέχω] 1. ανάδεσμος, κάθε όργανο πού στηρίζει από επάνω κάποιο αντικείμενο 2. Ναυτ. γουρδέλι, κορδέλι … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
σλαμ — Φτωχογειτονιά σε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ Ο όρος προέρχεται από τη λέξη slum και έχει καθιερωθεί διεθνώς. Στα σ. κατοικούν συνήθως νέγροι, πορτορικανοί και μετανάστες από την Ευρώπη και από χώρες της Ασίας και της Αμερικής. Αντίθετα με τους άλλους… … Dictionary of Greek